 |
ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΕΣ
ΕΡΓΑΣΙΕΣ |
Γλωσσάρι
ιδιωματισμών περιοχής Πτελεού |
Τη σχολική χρονιά
1997-98 η περιβαλλοντική ομάδα του σχολείου μας αποφάσισε, πάντα με
τη βοήθεια των συντονιστών εκπαιδευτικών, να καταγράψουν όλες αυτές
τις λέξεις που αποτελούν το λεγόμενο γλωσσάρι ή γλωσσικό ιδίωμα
της περιοχής του Πτελεού.
Λέξεις που σήμερα μόνο στα χείλη των γερόντων διασώζονται. Έτσι σε
ένα όμορφο βιβλίο που εκδόθηκε με αλφαβητική σειρά και ερμηνεία, δόθηκαν
εκατοντάδες λέξεις της τοπικής διαλέκτου, μια έρευνα πολύτιμη και
διαχρονική.
|
|
 |
Σάγουλο
: Σχοινί πλοίου
Σαζάνι
: Ψάρι του γλυκού νερού
Σαΐνι
: Έξυπνος , γεράκι
Σάισμα
: Ρούχο φτιαγμένο από τραγόμαλλο
Σαλαγάω
: Οδηγώ με φωνές ένα κοπάδι
Σαλβάρι
: Είδος φορέματος που φορούν κυρίως οι
Ινδές
Σαλβαρίκι
: Σαλβάρι
Σάλπα
: Εσάρπα μακρόστενη
Σαλταδόρος
: Είδος κλέφτη , απατεώνας
Σαλτάρω
: Πηδάω από κάπου ψηλά
Σαρίδι
: Σκουπίδι
Σβάρνα
: ( Σλαβικό) Εργαλείο με το οποίο σπάζουν
τους βώλους
του χώματος
Σβαρνίζω
: Δουλεύω με τη σβάρνα , σκουπίζω
Σβηλιάδι
: Ανεμοφύσημα
Σβουρίζω
: Γυρίζω σα σβούρα , ρίχνω
Σέβδος
: Αδυναμία
Σεϊρι
: Θέαμα
Σεϊτάνι
: Διαβολάκι
Σελάχι
: Δερμάτινη ζώνη σαν θήκη όπλων
Σερπετός
: Ζωηρός , ευκίνητος
Σεφέρι
: Πόλεμος , εκδρομή , ταξίδι
Σιγκούνα
: (Αλβανικό) Μάλλινο ρούχο
Σιδερόχορτο
: Όνομα φυτού
Σιδηροστιά
: Σιδερένια πλάκα που τοποθετούμε πά-
νω από
τη φωτιά στο τζάκι για να μα-
γειρεύουμε
Σιέρα
: Οροσειρά
Σιντραβλιστό
: Βέργα για να ανακατεύουμε τα ξύλα
στη σόμπα
Σιούτος
: (Αλβανικό) Αυτός που δεν έχει κέρατα
Σισιλές
: Σόι
Σκαλόλουρο
: Λουρί του αναβατήρα αλόγου
Σκαπετάω
: Φεύγω προς τα πάνω , περνάω απέ-
ναντι
Σκαπέτι
: Σκαπάνι
Σκαρί
: Σκελετός
Σκιάχτηκα
: Φοβήθηκα
Σκολιάτικος
: Γιορτινός
Σκουλί
: Μπούκλα μαλλιών
Σκουντρίζω
: Τσουγγρίζω
Σκουτέλι
: Πιάτο
Σκουτί
: Μάλλινο υφαντό
Σόκος
: Παλληκαράς
Σούμα
: Άθροισμα Σουραύλι
: Φλογέρα
Σουρλουλού
: Ζωηρή κοπέλλα
Σουρτουκλεμές
: Αυτός που τριγυρίζει άσκοπα
Σουρτούκο
: Χοντρό πανωφόρι
Σπαλέτο
: Εσάρπα τριγωνική
Σπιτάλι
: Νοσοκομείο
Σταβάρι
: Μέρος του αρότρου
Στακώνω
: Πήζω
Σταλίκι
: Πάσσαλος
Στανιάζω
: Στραγγίζω
Στασιάρικος
: Στάσιμος
Στηθάρι
: Στήθος
Στιβάλι
: Μπότα
Στορίζω
: Εξιστορώ
Στράκα
: Χτύπημα
Στρατοκόπος
: Οδοιπόρος
Στρέω
: Αποδέχομαι ευχαρίστως
Συβάζω
: Κάνω συμφωνία , συνωμοτώ
Σύγλινο
: Λουκάνικο χοιρινό
Σύγυρο
: Πέριξ
Συμπαλίζω
: Ανασκαλεύω
Συναλίκι
: Συναλλαγή
Συνενογάμαι
: Συνεννοούμαι
Συργουλεύω
: Καλοπιάνω , συμβουλεύω
Σύρτε
: Πηγαίνετε
Σφαλώ
: Κλείνω
Σχώρνα
με : Να με συγχωρέσεις
Σώνω
: Μπορώ
Σωριάστηκα
: Έπεσα
|
 |
|
|
|
 |
|
 |